- ἐμελέτησαν
- μελετάωtake thoughtimperf ind act 3rd plμελετάωtake thoughtaor ind act 3rd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АНАГРАММАТИЗМ — [греч. ἀναγραμματισμός], один из основных видов композиции в поздневизант. певч. искусстве, означает перестановку «грамм» (τὰ γράμματα), т. е. слов, синтагм или целых стихов поэтического текста песнопения. Из за мелодической акцентировки и… … Православная энциклопедия
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek